περιξυστικός

περιξυστικός
-ή, -ό, Ν [περιξύω]
1. αυτός που είναι κατάλληλος για περίξεση
2. φρ. «περιξυστικό μηχάνημα» — μηχάνημα που χρησιμοποιείται για εξομάλυνση και λείανση κυλινδρικών επιφανειών, όπως είναι λ.χ. ο τόρνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”